- σίγλη
- η, ΝΑσύντομη γραφή ενός ονόματος, γραφή με μονοκοντυλιά, τζίφρανεοελλ.καθεμιά από τις λέξεις στερεότυπης γραφής που παριστάνονται είτε με τα αρχικά τους γράμματα είτε με μια χαρακτηριστική τους συλλαβή και χρησιμοποιούνται στα στενογραφικά συστήματααρχ.σίγλα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sigla «γραφικά σημεία, μονογράμματα»].
Dictionary of Greek. 2013.