σίγλη

σίγλη
η, ΝΑ
σύντομη γραφή ενός ονόματος, γραφή με μονοκοντυλιά, τζίφρα
νεοελλ.
καθεμιά από τις λέξεις στερεότυπης γραφής που παριστάνονται είτε με τα αρχικά τους γράμματα είτε με μια χαρακτηριστική τους συλλαβή και χρησιμοποιούνται στα στενογραφικά συστήματα
αρχ.
σίγλα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sigla «γραφικά σημεία, μονογράμματα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σίγλη — σίγλα ear ring fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγλα — και σίγλη, ἡ, Α (αιολ. τ.) ενώτιο, σκουλαρίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίγλος κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”